Με χαρά προλογίζω την ατομική έκθεση του φίλου μου Γιώργου Χουντάλα στην αίθουσα Ματογιάννι στη Δημοτική Πινακοθήκη Μυκόνου.
Ενορατικός και ενορμητικός μέσα στις αντιθέσεις του ο εικαστικός κόσμος του Γιώργου Χουντάλα.
Ένας κόσμος πολυπρισματικός, που λειτουργεί με τις δικές του νόρμες, δομημένος με πολλά στερητικά -α, υλικός όσο και υπερβατικός, με τον χρόνο και το άχρονο, την αίσθηση και την παραίσθηση, την παρουσία, την απουσία, τους τόπους και την ουτοπία άλλοτε να συμπλέκονται, άλλοτε να ακροβολίζονται σε μια διαρκή φαντασιακή πάλη.
Προεξάρχουσα στη ζωγραφική του πράξη η μνήμη, η Μνημοσύνη ως μητέρα των Μουσών κατά τον Αισχύλο, ένα κάτοπτρο, όπου όλοι βλέπουμε τις διαδοχικές όψεις του εαυτού μας, μια οντολογική λειτουργία που συνδέει την αίσθηση με τη νόηση ως μέρος της συναισθηματικής και γνωστικής διαδικασίας.
Χρονικά και χωρικά απεικάσματα, δοσμένα σε ελεύθερη αφαίρεση, που βασίζεται στη δυναμική χειρονομία και το dripping των χρωμάτων, ενσωματώνουν τις προσωπικές αφηγήσεις του καλλιτέχνη, κατατεμαχίζοντας την αισθητηριακή ενότητα του χρόνου και του χώρου «σαν οφθαλμαπάτες», που έγραφε και ο Μαρσέλ Προυστ, λειτουργώντας πάντοτε, παρά τη φαινομενική τους «τυχαιότητα», με εσωτερική λογική, ως μέσο έκφρασης μιας δεδομένης στιγμής, ως φυσική απόρροια μιας ανάγκης που έλεγε και ο Πόλοκ.
Στο ζωγραφικό έργο του Γιώργου Χουντάλα, ζητούμενο δεν είναι η μορφική αυτονομία της σύνθεσης, μέσα από τη συμβατική σχηματοποίηση όψεων του επιστητού, όσο η οπτικοποίηση της prima idea, που δονούμενα εκφέρεται από τον χρωστήρα, προτείνοντας μέσω της «εμπειρίας του οράν» μιαν άλλη διάσταση του κόσμου.
Την πολλαπλότητά του. Την αθέατη πλευρά μιας υπερ-πραγματικότητας, που έγραφε και ο Μπωντριγιάρ. Έτσι, η χειρονομιακή πράξη αποκτά ποιητική δύναμη – ποίηση σιωπηλή, άλλωστε, η ζωγραφική κατά τον Σιμωνίδη- που δεν αποσκοπεί στη μίμηση και την επανάληψη, αλλά αποτελεί μια διαδικασία μεταφοράς αισθήσεων, διέγερσης της σκέψης και σύλληψης νοημάτων.
Όλες οι έννοιες ρευστοποιούνται μαζί με τα χρώματα στον καμβά, προτάσσοντας τη μυστηριακή παντοδυναμία της τέχνης που μαζί με τον έρωτα, ως τα αντίπαλα δέη της φθαρτότητας και της οδύνης, ως τα δύο ανορθολογικά αποτυπώματα στον νομοτελειακό κόσμο προορίζονται αναπόδραστα για την αθανασία. Τα ζωγραφικά αφηγήματα του Γιώργου Χουντάλα, αρθρωμένα σαν ποιητικά πολύπτυχα, σαν μουσικά σημεία σε μια συμπαντική συμφωνία, που δένουν λυρικά το δαιδαλώδες του υποσυνείδητου με τη δημιουργική έκσταση της στιγμής, ενεργοποιούνται μαζί με τα μνημονικά ίχνη της γενέθλιας αργολικής γης κάτω από το ανέσπερο φως της Δήλου, αντανακλώντας ακόλουθα τις χρωματικές τους διατυπώσεις στον αιώνιο καμβά. Στο εκτυφλωτικό. Στο διηνεκές. Στο ανεξάντλητο λευκό της Μυκόνου.